δασοπονικός

δασοπονικός
-ή, -ό
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δασοπονία ή στον δασοπόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασοπονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Νικ. Χλωρό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”